-
1 άξονας
ο ось (тж. перен.); стержень; вал;άξονας της γης — земная ось;
άξονας του τροχού — ось колеса;
κινητήριος (στροφαλοφόρος) άξονας — приводной (коленчатый) вал;
άξονας συγκοινωνιών — воен, главная линия коммуникаций
См. также в других словарях:
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek